- ἐλάτινα
- ἐλάτινοςof the firneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλατίνα — ἐλατίνᾱ , ἐλάτινος of the fir fem nom/voc/acc dual ἐλατίνᾱ , ἐλάτινος of the fir fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐλατίνᾱ , ἐλατίνη cankerwort fem nom/voc/acc dual ἐλατίνᾱ , ἐλατίνη cankerwort fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατίνας — ἐλατίνᾱς , ἐλάτινος of the fir fem acc pl ἐλατίνᾱς , ἐλάτινος of the fir fem gen sg (doric aeolic) ἐλατίνᾱς , ἐλατίνη cankerwort fem acc pl ἐλατίνᾱς , ἐλατίνη cankerwort fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάτινος — η, ο (AM ἐλάτινος, η, ον και ἐλάτινος, ον Α και εἰλάτινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα») 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής… … Dictionary of Greek
πάτερο — πάτερο, το και πατερό, το το μεγάλο δοκάρι που στηρίζει τη στέγη ή το πατόξυλο: Τα ελάτινα τα πάτερα με τους ψηλούς τους στύλους. Φρ., «κολοκύθια στο πάτερο», για λόγια και πράξεις ανόητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)